Εκτύπωση
Γονική Κατηγορία: Αρχαιολογία
  Αργολίδα

Αξιολόγηση Χρήστη: 0 / 5

Αστέρια ΑνενεργάΑστέρια ΑνενεργάΑστέρια ΑνενεργάΑστέρια ΑνενεργάΑστέρια Ανενεργά
 

Οι Μυκήνες (Μυκήναι, Μυκήνη) ήταν αρχαία πόλη της Αργολίδας κοντά στο βουνό Τρητός

 κι απέναντι απ' τον Αργολικό κόλπο. Ο αρχαιολογικός χώρος των Μυκηνών βρίσκεται περίπου 90 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Αθήνας, στη βορειοανατολική Πελοπόννησο.

Κατά τη δεύτερη χιλιετηρίδα προ Χριστού, οι Μυκήνες ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα ελληνικού πολιτισμού, αποτελώντας ένα ισχυρό στρατιωτικό φρούριο που δέσποζε στο μεγαλύτερο μέρος της νότιας Ελλάδας. Η περίοδος της ελληνικής ιστορίας μεταξύ 1600 π.Χ. έως περίπου το 1100 π.Χ. ονομάζεται «μυκηναϊκή», αναφερόμενη στις Μυκήνες. Στο απόγειο της δόξας τους, το 1350 π.Χ., το κάστρο και η κάτω πόλη είχαν 30.000 κατοίκους και ήταν έκτασης 32 εκταρίων.[1] Πρώτος ο Όμηρος αναφέρει την πόλη περιγράφοντάς την με τα λόγια «ευρυάγυιαν, πολύχρυσον».

Ονομασία

Παρότι το οχυρό κτίστηκε από Έλληνες, η ονομασία «Μυκήνες» δεν θεωρείται ελληνική αλλά μάλλον αποτελεί προελληνικό τοπωνύμιο, το οποίο υιοθετήθηκε από τους επήλυδες Έλληνες.Σύμφωνα με τον Παυσανία, ο Περσέας έκτισε τις Μυκήνες στην Τίρυνθα και τους έδωσε αυτό το όνομα είτε διότι του έπεσε εκεί ο «μύκης» (θήκη) απ' το ξίφος του[4] είτε ενώ διψούσε, βρήκε ένα μύκητα (δηλαδή ένα μανιτάρι) και τραβώντας τον είδε να υπάρχει η πηγή Περσεία, που υπάρχει και σήμερα.

Αρχαιολογία

Τούτο παρακίνησε τον Ερρίκο Σλήμαν να σκάψει την ακρόπολη των Μυκηνών, όπου βρήκε τους γνωστούς κάθετους λακκοειδείς τάφους, διάφορα αγγεία σπάνιας τέχνης, δείγματαΜυκηναϊκού πολιτισμού που αναπτύχθηκε με κέντρο τις Μυκήνες από τα 1600-1100 π.Χ. Το έργο του Σλήμαν συνέχισε από το 1888 ο Χρήστος Τσούντας, η συστηματική, σχεδόν επί εικοσαετία, σκαπάνη του οποίου έφερε στο φως το ανάκτορο στην κορυφή της ακρόπολης, καθώς και πλήθος θαλαμοειδών τάφων στην ευρύτερη περιοχή. Το έργο του Σλήμαν και του Χρήστου Τσούντα συνέχισε επάξια ο Άλαν Γουέις (A. Wace), διευθυντής της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής, που από τα 1919 έως τα 1955, συστηματοποίησε τα έως τότε δεδομένα, εμπλούτισε την έρευνα, τα ευρήματα και τη γνώση του χώρου και του πολιτιστικού του ιδιώματος. Άξιοι συνεχιστές της επιστημονικής παρακαταθήκης των προηγουμένων, οι Γουίλιαμ Τέιλορ (Lord William Taylour), η έρευνα του οποίου έφερε στο φως το Θρησκευτικό Κέντρο στην κάτω δυτική πλαγιά του τειχισμένου λόφου, του Ιωάννη Παπαδημητρίου ο οποίος έφερε στο φως τον Ταφικό Κύκλο Β, ο Γεώργιος Μυλωνάς που ως διευθυντής ανασκαφών της αρχαιολογικής εταιρείας για 30 περίπου χρόνια διεκπεραίωσε το πλέον σημαντικό ανασκαφικό έργο στην ακρόπολη των Μυκηνών, αποκαλύπτοντας εκτεταμένα οικιστικά συγκροτήματα, όπως οι βόρειες αποθήκες, η βορειοδυτική και νοτιοδυτική συνοικία, συμβάλλοντας στην κατανόηση της οργάνωσης και χρήσης του χώρου σ' ένα μοναδικό ανακτορικό συγκρότημα, όπως των Μυκηνών. Επιπλέον, η συμβολή του Σπ. Ιακωβίδη αλλά και της Φρενς (E. French) την τελευταία τριακονταετία κεφαλαιοποιεί την σχεδόν επί έναν αιώνα συναρπαστική και ατέρμονη ανάγνωση του μυκηναϊκού πολιτισμού.

Τέλος, σημαντική είναι η προσφορά διαχρονικά της Διεύθυνσης Αναστήλωσης, αφού στις αρχές της δεκαετίας του 1950 έφερε σε πέρας το δύσκολο έργο της αποκατάστασης της αρχιτεκτονικής μορφής του ανακτορικού συγκροτήματος και της αίθουσας του θρόνου (εστία), της θόλου του τελευταίου μνημειώδους θολωτού τάφου που χτίστηκε στις Μυκήνες, γνωστού ως της Κλυταιμνήστρας αλλά και των τειχών. Το 1962, ανακαλύφθηκε πλήθος ευρημάτων στην Ακρόπολη των Μυκηνών[5]. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η Αρχαιολογική Εταιρεία προχώρησε στην αναστήλωση και διάσωση του θολωτού τάφου, γνωστού ως Αιγίσθου αλλά και του σημαντικού κτιριακού συγκροτήματος στα δυτικά της τειχισμένης ακρόπολης, της συνοικίας του λαδέμπορα. Από το 2000 έως και σήμερα, το ΥΠ.ΠΟ και το ταμείο διαχείρισης πιστώσεων για την εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων (Τ.Δ.Π.Ε.Α.Ε.) συνεχίζει το έργο της συντήρησης, στερέωσης και ανάδειξης της ακρόπολης και των μνημείων του ευρύτερου περιβάλλοντος χώρου των Μυκηνών, με στοχευμένες επεμβάσεις που αποσκοπούν στη διάσωση του μοναδικού αυτού μνημείου της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Η δημιουργία ενός εκτεταμένου δικτύου προσβάσεων εντός κι εκτός της ακρόπολης των Μυκηνών, η ανάδειξη της αυλής και της εστίας του ανακτόρου, η διάσωση των μοναδικών αποθηκευτικών πίθων των βόρειων αποθηκών, η αποκατάσταση και ενίσχυση των τοιχοδομιών των επί ένα αιώνα εκτεθειμένων οικιστικών και ανακτορικών καταλοίπων,η ανάδειξη του ταφικού κύκλου Β και του θολωτού τάφου των Λεόντων καθώς κι η κατασκευή απαραίτητων υποδομών στον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο συμβάλλουν στην αρμονική, επιμορφωτική και διαλεκτική σχέση με τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό επισκεπτών απ' όλο τον κόσμο.

Σημερινή κατάσταση

Σήμερα στη θέση αυτή υπάρχει το μικρό χωριό Μυκήνες (Χαρβάτι επί τουρκοκρατίας) και τα ερείπια της Ακρόπολης, που θυμίζουν πάντα τις μακρινές και ένδοξες εποχές. Από τα σωζόμενα σήμερα ερείπια σπουδαιότερα είναι οι δυο ταφικοί βασιλικοί περίβολοι Α και Β που αποτελούσαν τμήμα του εκτεταμένου προιστορικού νεκροταφείου στα δυτικά του λόφου του ανακτόρου, από των οποίων την ανασκαφή (λακκοειδείς τάφοι) προέρχεται ο μεγαλύτερος όγκος των εκπληκτικών ευρημάτων (τα περισσότερα είναι χρυσά και χαρακτηρίζονται για τη θαυμάσια τέχνη τους), ο θησαυρός του Ατρέα (θολωτός τάφος), ο θολωτός τάφος της Κλυταιμνήστρας, η Πύλη των Λεόντων, το Βασιλικό ανάκτορο, ο ναός, η Βόρεια Πύλη καθώς και η Υπόγεια δεξαμενή κ.ά. Πάρα πολλά από τα ευρήματα που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στις Μυκήνες εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας καθώς και στο νέο, σύγχρονο, Μουσείο Μυκηνών στη βόρεια κλιτύ της ακρόπολης, προκαλώντας το θαυμασμό σε εκατομμύρια επισκέπτες από όλες τις γωνιές της γης.