Αξιολόγηση Χρήστη: 0 / 5

Αστέρια ΑνενεργάΑστέρια ΑνενεργάΑστέρια ΑνενεργάΑστέρια ΑνενεργάΑστέρια Ανενεργά
 

Το αρχαιολογικό Μουσείο Νεμέας ιδρύθηκε στα πλαίσια των ανασκαφών που πραγματοποίησε το Πανεπιστήμιο Berkeley

της California στην περιοχή και κυρίως λόγω της γενναιοδωρίας του κ. Rudolph A. Peterson. Στο ελληνικό κράτος δωρήθηκε στις 28 Μαΐου 1984. Η είσοδος του Μουσείου βρίσκεται στα δυτικά, ενώ η αυλή προσκαλεί τον επισκέπτη να εξερευνήσει το χώρο.

Τα ευρήματα του Μουσείου περιλαμβάνουν συλλογή εικόνων από περιηγητές του 18ου και 20ου αιώνα, νομίσματα από αρχαίους επισκέπτες της Νεμέας, αντικείμενα σχετικά με αθλητικές δραστηριότητες, προϊστορικά ευρήματα, κεραμικά, εργαλεία, όπλα κ.α., συλλογή από αρχιτεκτονικά μέλη μνημείων και συλλογή επιγραφών (Νεμέα, Φλιούντας, Πετρί) αγγεία και κοσμήματα από το μυκηναϊκό νεκροταφείο των Αηδονίων, το λεγόμενο θησαυρό των Αηδονίων.

Το μικρό χωριό των Αηδονίων βρίσκεται λίγο δυτικότερα της Νεμέας, και εδώ ανασκάφηκαν μεταξύ 1978-1980 μυκηναϊκοί τάφοι Δυστυχώς στην πλειοψηφία τους ήταν συλημένοι. Οι τάφοι άνηκαν στη μυκηναϊκή πόλη Αραιθυρέη, την οποία ο Όμηρος αποκαλεί “ερατεινή”, δηλαδή θελκτική.

Παραδόξως, την άνοιξη του 1993 εμφανίστηκε στην Νέα Υόρκη μια μεγάλη συλλογή μυκηναϊκών σφραγίδων και κοσμημάτων -σύνολο 312 αντικείμενα- με σκοπό να δημοπρατηθεί. Η προφανέστατη ομοιομορφία των αντικειμένων καταδείκνυε ότι τα αποτελούσαν ένα ενιαίο σύνολο και οι Έλληνες αρχαιολόγοι δεν άργησαν να διαπιστώσουν ότι αποτελούσαν το περιεχόμενο των συλημένων μυκηναϊκών τάφων των Αηδονίων. Τελικά η συλλογή, η οποία έχει γίνει ευρέως γνωστή ως «θησαυρός των Αηδονίων», μετά από δικαστική μάχη επιστράφηκε στην χώρα μας. Ο θησαυρός αποτελείται από δύο χρυσά δαχτυλίδια-σφραγίδες, με παράσταση άρματος το ένα και δύο γυναικών που κρατούν άνθη το άλλο, τρία ακόμη δαχτυλίδια, δύο χρυσά κι ένα από ήλεκτρο, τρεις σφραγιδόλιθους από στεατίτη, αμέθυστο και αχάτη, χρυσά κοσμήματα ενδυμασίας και χρυσές χάντρες καθώς κι ένα μεγάλο αριθμό άλλων χαντρών από διάφορες ύλες. Τα αντικείμενα χρονολογούνται κυρίως στα 1500 – 1400 π.Χ.